λοξοσύστροφος

λοξοσύστροφος
λοξοσύστροφος, -ον (Μ)
(για τις δημηγορίες τού Θουκυδίδη) περίπλοκος, πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + σύ-στροφος (< συ-στρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”